φιλόπονος

φιλόπονος
φῐλόπον-ος, ον,
A laborious, industrious, Hp.Aër.1, S.Aj.879 (lyr.), Pl.Phdr.248d, etc.;

πρός τι Ael.VH1.12

; opp. ἄπονος, Pl.R.535d;

τῷ σώματι φ. Isoc.1.40

;

φ. περὶ τὰ αὑτῶν ἔργα X.Mem.3.4.9

: of dogs, ib.4.1.3, Poll.5.60; τὸ φ., = φιλοπονία, Plu.2.88d. [comp] Sup.,

-ώτατος τῶν Ἑλλήνων Isoc.6.56

.
2 of things, toilsome, laborious,

πόλεμος X.Cyr.7.5.47

([comp] Sup.);

φ. βίος Ocell.4.10

; φιλόπονόν [ἐστι], c. inf., X.Cyn.6.8.
3 Adv.,

-νως ἔχειν πρὸς τοὺς πολέμους Id.HG6.1.6

;

φ. ἔπραξα D.18.193

;

φ. καὶ φιλοκινδύνως OGI553.6

(Xanthus, i B. C.);

τὴν σταφίδα κόπτε φ. Gal.12.868

: [comp] Comp.

-ώτερον Isoc.9.73

: [comp] Sup.

-ώτατα Plb. 10.41.3

, 12.26D.5, Demetr.Lac.Herc.1012.52.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιλόπονος — laborious masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόπονος — η, ο / φιλόπονος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά την εργασία, φιλόμοχθος, φίλεργος, εργατικός αρχ. 1. (για πράγμ. ή εγχείρημα) κοπιαστικός («νῦν δ ἐπειδὴ ὁ φιλοπονώτατος πόλεμος ἀναπέπαυται», Ξεν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπονον η φιλοπονία 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • φιλόπονος — η, ο επίρρ. α αυτός που αγαπάει την εργασία, φίλεργος, εργατικός, φιλότιμος στη δουλειά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φιλόπονος, Ιωάννης — Γραμματικός και θεολόγος του 6ου αι., ο οποίος έζησε στην Αλεξάνδρεια. Ήταν μαθητής του Ερμεία και του Αμμωνίου. Διακρίθηκε ανάμεσα στους σπουδαιότερους απολογητές του μονοφυσιτισμού. Τα κυριότερα έργα του τιτλοφορούνται: Τονικά παραγγέλματα,… …   Dictionary of Greek

  • φιλοπονώτερον — φιλόπονος laborious masc acc comp sg φιλόπονος laborious neut nom/voc/acc comp sg φιλόπονος laborious adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπονωτάτων — φιλόπονος laborious fem gen superl pl φιλόπονος laborious masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπονωτέρων — φιλόπονος laborious fem gen comp pl φιλόπονος laborious masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπονώτατα — φιλόπονος laborious adverbial superl φιλόπονος laborious neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπονώτατον — φιλόπονος laborious masc acc superl sg φιλόπονος laborious neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπόνω — φιλόπονος laborious masc/fem/neut nom/voc/acc dual φιλόπονος laborious masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπόνως — φιλόπονος laborious adverbial φιλόπονος laborious masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”